- υψιμεδων
- ὑψιμέδωνὑψι-μέδων-οντος adj.1) в вышине или в небесах властвующий
(Ζεύς Hes., Arph.)
2) высоко вздымающийся (над другими)(Παρνασός Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεύς Hes., Arph.)
(Παρνασός Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψιμέδων — ruling on high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] … Dictionary of Greek
ὑψιμέδοντα — ὑψιμέδων ruling on high masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιμέδοντες — ὑψιμέδων ruling on high masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιμέδοντι — ὑψιμέδων ruling on high masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιμέδοντος — ὑψιμέδων ruling on high masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)